- πηδαλιουργική
- ἡ, Αη τέχνη τής κατασκευής πηδαλίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλυκού ενός αμάρτυρου επιθ. *πηδαλιουργικός (< *πηδαλιουργός < πηδάλιον + -ουργός< έργον*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηδαλιουργικῆς — πηδαλιουργική of rudder making fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)